ἀοιδοπόλος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ,
A one busied with song, poet, like μουσοπόλος, AP7.594,595 (Jul.Aegypt.), cf. APl.4.75 (Antip.). 2 ode-devoted, of lyric poetry, Aus.Ep.14.
German (Pape)
[Seite 272] sich mit Gesang beschäftigend, Dichter, Anth., z. B. Ant. Th. 9 (Plan. 75); Iul. Aeg. 52. 63 (VII, 594. 595).
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδοπόλος: ὁ, ὁ περὶ τὰς ἀοιδὰς πολούμενος, ὅ ἐστι «ὁ περὶ τὰς ᾠδὰς ἀναστρεφόμενος» (Ἡσύχ.), ἀοιδός, ποιητής, ὡς τὸ μουσοπόλος, Ἀνθ. Π. 7. 594, 595. 2) ὁ εἰς τὰς ᾠδὰς ἀφιερωμένος, ἐπὶ τοῦ χοριάμβου, Αὐσον. Ἐπιστ. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui s’occupe de chant ou de poésie.
Étymologie: ἀοιδή, πέλομαι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ poeta ἔργον ἀοιδοπόλων AP 16.75 (Antip.Thess.), ἁρμονίην ... ἀοιδοπόλοιο γεραίρων Nonn.D.19.111, cf. AP 7.594, 595 (Iul.Aegypt.), Aus.236.
Greek Monotonic
ἀοιδοπόλος: ὁ (πηλέω), αυτός που καταγίνεται με τις ωδές, ο ποιητής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀοιδοπόλος: ὁ Anth. = ἀοιδοθέτης.