ἀργυροδίνης

From LSJ
Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροδίνης Medium diacritics: ἀργυροδίνης Low diacritics: αργυροδίνης Capitals: ΑΡΓΥΡΟΔΙΝΗΣ
Transliteration A: argyrodínēs Transliteration B: argyrodinēs Transliteration C: argyrodinis Beta Code: a)rgurodi/nhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. ἀργῠρο-δίνας, α, ὁ, (δίνη)

   A silver-eddying, epith.of rivers, Il.2.753, 21.8,130, Hes.Th.340, B.7.48, Call.Cer.13,Epic.Alex. Adesp.5, Nonn.D.19.304; late Prose, Philostr.VS2.1.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, (δίνη) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui roule des flots d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, δινέω.

English (Autenrieth)

(δίνη): silver-eddying; epith. of rivers. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀργῠροδίνης) -ου, ὁ

• Prosodia: [-ῑ-]

• Morfología: [dór. gen. sg. -α B.8.26, ac. sg. -αν Call.Cer.13; ép. gen. sg. -α Panyas.31; jón. gen. sg. -εω Hes.Fr.26.19, dat. sg. -εϊ Triph.98]
1 de remolinos de plata de ríos Il.2.753, 21.8, 130, Hes.Th.340, Fr.26.19, B.l.c., 12.42, Panyas.l.c., Call.l.c., Epic.Alex.Adesp.5, D.P.433, Nonn.D.19.306, Philostr.VS 564.
2 que tiene incrustaciones de plata κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ Triph.l.c.

Greek Monolingual

ἀργυροδίνης, ο (Α)
(επίθ. ποταμών) αυτός που σχηματίζει ασημένιες δίνες στα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δίνη «στρόβιλος»].

Greek Monotonic

ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ (δίνη), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο χρώμα του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροδίνης: ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды (Πηνειός Hom.; Ἀχελώϊος Hes.).

Middle Liddell

ἄργυρος, δίνη
silver-eddying, of rivers, Il.