ὀξυμέριμνος

From LSJ
Revision as of 13:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠμέριμνος Medium diacritics: ὀξυμέριμνος Low diacritics: οξυμέριμνος Capitals: ΟΞΥΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: oxymérimnos Transliteration B: oxymerimnos Transliteration C: oksymerimnos Beta Code: o)cume/rimnos

English (LSJ)

ον,

   A keenly laboured or studied, παλαίσματα Ar.Ra.877 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 353] scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠμέριμνος: -ον, ὁ ὀξέως μελετηθείς, ὁ πολλῆς τυχὼν μερίμνης, παλαίσματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 877.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demande un esprit aiguisé, subtil.
Étymologie: ὀξύς, μέριμνα.

Greek Monolingual

ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυ-μέριμνος)].

Greek Monotonic

ὀξῠμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που έχει μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, ενδελεχώς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠμέριμνος: тонко придуманный, тонкий, утонченный (παλαίσματα Arph.).

Middle Liddell

ὀξῠ-μέριμνος, ον, μέριμνα
keenly studied, Ar.