ἀπόγνοια

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγνοια Medium diacritics: ἀπόγνοια Low diacritics: απόγνοια Capitals: ΑΠΟΓΝΟΙΑ
Transliteration A: apógnoia Transliteration B: apognoia Transliteration C: apognoia Beta Code: a)po/gnoia

English (LSJ)

ἡ, (ἀπογιγνώσκω)

   A despair, τοῦ κρατεῖν Th.3.85.

German (Pape)

[Seite 298] ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγνοια: ἡ, (ἀπογιγνώσκω) ἀπόγνωσις, ἀπελπισμός, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Θουκ. 3. 85.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désespoir.
Étymologie: ἀπογιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desconfianza, desesperación ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Th.3.85.

Greek Monolingual

ἀπόγνοια, η (Α)
απόγνωση.

Greek Monotonic

ἀπόγνοιᾰ: ἡ, απόγνωση, απελπισία για κάτι, με γεν., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόγνοια: ἡ отсутствие надежды, безнадежность, отчаяние (τινος Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀπογιγνώσκω
despair of a thing, c. gen., Thuc.