βρότειος

From LSJ
Revision as of 06:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρότειος Medium diacritics: βρότειος Low diacritics: βρότειος Capitals: ΒΡΟΤΕΙΟΣ
Transliteration A: bróteios Transliteration B: broteios Transliteration C: vroteios Beta Code: bro/teios

English (LSJ)

ον, also α, ον Archil.15, Emp.2.9, E.Hipp.19, Supp.777:— poet.Adj.

   A mortal, human, A.Pr.116 (lyr.), etc.; β. μῆτις Emp.l.c.; β. γένος E.Fr.898.13; ψυχὴν βροτείαν Id.Supp.777; β. πόνοι of mortals, Alex.240.9:—in Hom. only βρότεος, η, ον, φωνή Od.19.545; εὐνή h.Ven.47; also in Pi.O.9.34, Emp.100.17, A.Eu.171 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 465] ον, auch βροτεία, z. B. ὁμιλία Eur. Hipp. 19, sterblich, menschlich; Tragg. ἀχώ, ὕβρις, Aesch. Prom. 116 Eum. 103; φῶτα Eur. Bacch. 542 u. öfter; φύσις Philp. 46 (Plan. 52).

Greek (Liddell-Scott)

βρότειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀρχίλ. 13, Εὐρ. Ἱππ. 19· ― ποιητ. ἐπὶθ., θνητός, Αἰσχύλ. Πρ. 116, κτλ.· βρ. γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132· ψυχὴν βρότειος Εὐρ. Ἱκέτ. 777· βρ. πόνοι, τῶν θνητῶν, Ἄλεξ. Ὑπν. 1. 9· ― παρ’ Ὁμ. μόνον βρότεος, η, ον, Ὀδ. Τ. 345, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 47· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ο. 9. 52, κτλ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 171.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
des mortels, des hommes.
Étymologie: βροτός.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Archil.16, Emp.B 2.9

• Morfología: [-ος, -ον A.Pr.116]
mortal, humano μελέτη τε βροτείη habilidad humana Archil.l.c., ὀδμὰ β. olor procedente de un mortal A.l.c., ἔργον Diagor.1.1, μῆτις Emp.l.c., cf. B 6.3, δόξαι Parm.B 8.51, βρότειον οὐδέν S.OT 709, γένος S.Fr.126.3, E.Fr.898.13, ὁμιλία E.Hipp.19, ψυχή E.Supp.777, λαιμόν E.IA 1083, πόνοι Alex.242.9.

Greek Monolingual

βρότειος, -α, -ον και βρότεος, -η, -ον (Α) βροτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι»).

Greek Monotonic

βρότειος: -ον, ή -α, -ον (βροτός), ποιητ. επίθ., θνητός, ανθρώπινος, αυτός που έχει ανθρώπινη καταγωγή, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

βρότειος: и 3 смертный, т. е. человеческий Trag., Plut.

Middle Liddell

βροτός
mortal, human, of mortal mould, Trag.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρότειος -α -ον en -ος -ον, ook βρότεος -α -ον βροτός Ion. f. βροτέη, van stervelingen, menselijk.