δυσλόγιστος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσλόγιστος Medium diacritics: δυσλόγιστος Low diacritics: δυσλόγιστος Capitals: ΔΥΣΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyslógistos Transliteration B: dyslogistos Transliteration C: dyslogistos Beta Code: duslo/gistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15.    II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.

German (Pape)

[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.

Greek Monolingual

δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.

Greek Monotonic

δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσλόγιστος:
1) досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2) неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).

Middle Liddell

δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.