δυσπαραμύθητος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαραμύθητος Medium diacritics: δυσπαραμύθητος Low diacritics: δυσπαραμύθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΜΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparamýthētos Transliteration B: dysparamythētos Transliteration C: dysparamythitos Beta Code: dusparamu/qhtos

English (LSJ)

[μῡ], ον,

   A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45.    II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.

Greek Monolingual

-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.

Greek Monotonic

δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαραμύθητος: (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения (θυμός Plat.; ἔρως τινός Plut.).

Middle Liddell

δυσ-παραμύθητος, ον
hard to appease, Plut.