ἐπακρίζω
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
A reach the top of a thing, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε ( ἐπ' ἄκρον ἦλθε, Sch., τέλος ἐπέθηκεν, Hsch.) he reached the farthest point in deeds of blood, of Orestes, A.Ch.932.
German (Pape)
[Seite 897] den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord, Aesch. Ch. 920.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακρίζω: φθάνω εἰς τὸ ἀνώτατον σημεῖον πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης («ἐπ’ ἄκρον ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον σημεῖον αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. Κατὰ τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ ἄκρον ἤγαγε καὶ τέλος ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.
French (Bailly abrégé)
combler la mesure de, gén..
Étymologie: ἐπί, ἄκρος.
Greek Monolingual
ἐπακρίζω (Α)
φθάνω στο ακρότατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»].
Greek Monotonic
ἐπακρίζω: μέλ. -σω, φθάνω στην κορυφή, στο ανώτατο σημείο ενός πράγματος, αἱμάτων ἐπήκρισε, έφθασε στο υψηλότερο σημείο των αιματηρών του κατορθωμάτων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπακρίζω: достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.
Middle Liddell
fut. σω
to reach the top of a thing, αἱμάτων ἐπήκρισε he reached the highest point in deeds of blood, Aesch.