ἰσοκίνδυνος

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκίνδῡνος Medium diacritics: ἰσοκίνδυνος Low diacritics: ισοκίνδυνος Capitals: ΙΣΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: isokíndynos Transliteration B: isokindynos Transliteration C: isokindynos Beta Code: i)soki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A facing equal risks, Th. 6.34; τισί D.C.41.55.

German (Pape)

[Seite 1264] der Gefahr gewachsen; Thuc. 6, 34; neben ἰσόῤῥοπος D. Cass. 41, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκίνδῡνος: -ον, ἴσος πρὸς τὸν κίνδυνον, ἰσοπαλής, καλῶς παρεσκευασμένος ὅπως ἀντιμετωπίσῃ κίνδυνον, Θουκ. 6. 34, Δίων Κ. 41. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal au danger, à la hauteur du danger.
Étymologie: ἴσος, κίνδυνος.

Greek Monolingual

ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.

Greek Monotonic

ἰσοκίνδῡνος: -ον, αυτός που είναι ίσος ως προς τον κίνδυνο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκίνδῡνος: способный преодолеть опасность (ἰσοκίνδυνον ἡγεῖσθαί τινα Thuc.).

Middle Liddell

ἰσο-κίνδῡνος, ον
equal to the danger or risk, a match for, Thuc.