κατάχαρμα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ατος, τό,
A mockery, ἐχθροῖς Thgn.1107.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχαρμα: τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, περίγελως, Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet de joie ; en mauv. part jouet de, objet de moquerie.
Étymologie: καταχαίρω.
Greek Monolingual
κατάχαρμα, τὸ (Α) καταχαίρω
1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά
2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος.
Greek Monotonic
κατάχαρμα: -ατος, τό (καταχαίρω), αντικείμενο κοροϊδίας, περίγελως, σε Θέογν.