Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκιοειδής

From LSJ
Revision as of 11:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐοειδής Medium diacritics: σκιοειδής Low diacritics: σκιοειδής Capitals: ΣΚΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skioeidḗs Transliteration B: skioeidēs Transliteration C: skioeidis Beta Code: skioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A shadowy, σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Av.686 (mockheroic); σ. φαντάσματα Pl.Phd.81d.    2 of colours, dark, καρποί Arist.Col.795a33; cf. σκιώδης.

German (Pape)

[Seite 899] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.

Greek (Liddell-Scott)

σκιοειδής: -ές, ὁ ὡς σκιὰ παρερχόμενος, σκιώδης, σκιοειδέα φῦλ’ ἀμενηνὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686 (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ)· σκιοειδῆ φαντάσματα Πλάτ. Φαίδων 81D· θυσίην σκ. Ἀνθ. Π. 11. 34. ― Ἐπίρρ. –δῶς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11· πρβλ. σκιώδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble aux ombres.
Étymologie: σκιά, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με σκιά, σκοτεινός («σκιοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.)
2. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + συνδ. φων. -ο- + -ειδής].

Greek Monotonic

σκιοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που παρέρχεται σαν σκιά, σκιώδης, ομιχλώδης, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιοειδής -ες [σκιά, εἶδος] op een schim of schaduw gelijkend.

Russian (Dvoretsky)

σκιοειδής:
1) подобный тени (φῦλα Arph.; φαντάσματα Plat.);
2) темный, темно-серый (sc. τὸ χρῶμα Arst.).

Middle Liddell

σκιο-ειδής, ές εἶδος
fleeting like a shadow, shadowy, Ar., Plat.