τετρακωμία
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἡ,
A a union of four villages, Str.9.2.14.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, vier zusammengehörende Dörfer, Strab. 9, 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
τετρακωμία: ἡ, ἕνωσις τεσσάρων κωμῶν, τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τανάγραν Στράβ. 405.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réunion de quatre bourgs.
Étymologie: τέσσαρες, κώμη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ένωση τεσσάρων κωμών («ἔστι δὲ τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τάναγραν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. πεντα-κωμία].
Greek Monotonic
τετρᾰκωμία: ἡ (κώμη), ένωση τέσσερων χωριών, σε Στράβ.