τρίπλεθρος

From LSJ
Revision as of 20:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπλεθρος Medium diacritics: τρίπλεθρος Low diacritics: τρίπλεθρος Capitals: ΤΡΙΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: tríplethros Transliteration B: triplethros Transliteration C: triplethros Beta Code: tri/pleqros

English (LSJ)

ον,

   A three πλέθρα wide, Pl.Criti.115d, X.An.5.6.9, Inscr.Cret.1. v 21 (Arcades, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1145] drei πλέθρα lang; Plat. Critia. 115 ό; Xen. An. 5, 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων εὖρος τριῶν πλέθρων, Πλάτ. Κριτί. 115D, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9· διάστημα τρ. Διόδ. 17, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, etc. de trois arpents.
Étymologie: τρεῖς, πλέθρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων
(«ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)].

Greek Monotonic

τρίπλεθρος: -ον (πλέθρον), αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τρίπλεθρος: размером в три плетра (т. е. 92.5 м) Xen., Plat.

Middle Liddell

τρί-πλεθρος, ον, πλέθρον
three πλέθρα wide, Xen.