ὑπόκωφος

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκωφος Medium diacritics: ὑπόκωφος Low diacritics: υπόκωφος Capitals: ΥΠΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: hypókōphos Transliteration B: hypokōphos Transliteration C: ypokofos Beta Code: u(po/kwfos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat deaf, rather deaf, Hp.Coac.172, Ar.Eq. 43, Pl.Prt.334d, R.488b.    II absurd, foolish, σφόδρα ὑπόκωφον προσπίπτειν ἔοικε (sc. the reading συναγείρεται in Il.15.680) Philem. Lex. ap. Porph.ad Il.p.287 S., cf. Phld.Rh.1.330 S.

German (Pape)

[Seite 1222] etwas stumpf, bes. taub; Ar. Equ. 43; Plat. Prot. 334 d; Arist. rhet. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκωφος: -ον, ὀλίγον τι κωφός, ἐπιεικῶς κωφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. ἡμίφωνος, Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu sourd.
Étymologie: ὑπό, κωφός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόκωφος, -ον, ΝΜΑ κωφός
(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς
μσν.-αρχ.
ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
αρχ.
παράλογος, ασυνάρτητος.
επίρρ...
ὑπόκωφα Ν
(για ήχο) κατά τρόπο υπόκωφο.

Greek Monotonic

ὑπόκωφος: -ον, κάπως κουφός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόκωφος: глуховатый, тугоухий Arph., Plat., Plut.

Middle Liddell

ὑπό-κωφος, ον,
somewhat deaf, Ar., Plat.