φρενοκλόπος

Revision as of 17:49, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A stealing the understanding, deceiving, Ἔρως APl.4.198 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1304] den Verstand raubend, dah. betrügend, täuschend, Qu. Maec. 9 (Plan. 198).

Greek (Liddell-Scott)

φρενοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων, ἐξαπατῶν τὰς φρένας, φρενοκλόπος ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· ― φρενοκλοπέω, «φρενοκλοπεῖ· ἐξαπατᾷ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe l’esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, κλέπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο-κλόπος, κυνο-κλόπος].

Greek Monotonic

φρενοκλόπος: -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το μυαλό, που εξαπατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρενο-κλόπος, ον, κλέπτω
stealing the understanding, deceiving, Anth.