χελιδόνιον
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
τό,
A celandine, Chelidonium majus, Thphr.HP7.15.1, Ath.15.684e; χ. τὸ μέγα Dsc.2.180. 2 = ἄμπελος λευκή, Id.4.182. 3 χ. τὸ μικρόν pilewort, Ranunculus Ficaria, Id.2.181. II young swallow, Gal.14.386.
German (Pape)
[Seite 1348] τό, Schwalbenkraut, Schillkraut, Diosc. und Theophr.; von dem die Alten zwei Arten unterschieden, γλαυκόν od. κυάνεον, Theocr. 13, 41, chelidonium majus, u. χλωρόν, Pollian. 1 (XI, 1301, vielleicht ranunculus ficaria.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνιον: τό, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς μήκωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 1· καλούμενον χ. κυάνεον (ἢ γλαυκόν), Θεόκρ. 13. 41, Διοσκ. 2. 211· - χελιδόνιον τὸ μικρόν, ἴδε περιγραφὴν αὐτοῦ παρὰ Διοσκ. 2. 212. 2) = ἀνεμώνη, Ἀθήν. 684Ε, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ χελιδών, Γαλην. 14. 386.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 chélidoine;
2 autre plante, c. ἀνεμώνη;
3 petite hirondelle.
Étymologie: χελιδόνιος.
Greek Monotonic
χελῑδόνιον: τό, φυτό, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χελῑδόνιον: τό бот. чистотел (Chelidonium L ) Theocr.
Middle Liddell
χελῑδόνιον, ου, τό,
swallow-wort, celandine, Theocr., Anth.