λαιμαργία

From LSJ
Revision as of 16:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμαργία Medium diacritics: λαιμαργία Low diacritics: λαιμαργία Capitals: ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: laimargía Transliteration B: laimargia Transliteration C: laimargia Beta Code: laimargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gluttony, Pl.R.619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.

German (Pape)

[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.

Greek Monolingual

η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.

Greek Monotonic

λαιμαργία: ἡ, αδηφαγία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμαργία: ἡ прожорливость, ненасытность, жадность (ἡδονῆς Plat.; περὶ τὴν τροφήν Arst.; λ. καὶ φιληδονία Plut.).

Middle Liddell

λαιμαργία, ἡ,
gluttony, Plat. [from λαίμαργος