μετεμβαίνω

From LSJ
Revision as of 17:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεμβαίνω Medium diacritics: μετεμβαίνω Low diacritics: μετεμβαίνω Capitals: ΜΕΤΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: metembaínō Transliteration B: metembainō Transliteration C: metemvaino Beta Code: metembai/nw

English (LSJ)

   A go on board another ship, Plu.Ant.66; εἰς λῃστρικόν Id.Luc.13.

German (Pape)

[Seite 158] (s. βαίνω), anderswo hineinsteigen; in ein Schiff, Plut. Luc. 13; Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

μετεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς ἕτερον πλοῖον, Πλουτ. Ἀντών. 67· εἰς λῃστρικὸν ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 13.

French (Bailly abrégé)

passer d’un vaisseau dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐμβαίνω.

Greek Monolingual

μετεμβαίνω (Α)
μπαίνω σε άλλο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐμ-βαίνω «μπαίνω»].

Greek Monotonic

μετεμβαίνω: επιβιβάζομαι σε άλλο πλοίο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεμβαίνω: переходить, пересаживаться (εἰς λῃστρικόν, εἰς πεντήρη Plut.).

Middle Liddell


to go on board another ship, Plut.