παρατήρησις

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατήρησις Medium diacritics: παρατήρησις Low diacritics: παρατήρησις Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΣ
Transliteration A: paratḗrēsis Transliteration B: paratērēsis Transliteration C: paratirisis Beta Code: parath/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A observation, διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν kept under surveillance, Aen. Tact. 10.25 ; παρατηρήσεις ἄστρων D. S. 1.28, cf. 5.31 ; π. παθέων ἀλλοτρίων IG42(1).687.14 (Epid., ii A. D.) ; ποιεῖσθαι τὴν π. Plu.2.36 3b ; μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, Ev. Luc. 17.20 : in bad sense, close observation, to detect faults, etc., Plb. 16.22.8 ; ἐνέδρα καὶ π. Plu. 2.266b ; empirical observation, opp. λογισμός, Gal.1.127 ; so κατὰ ἱστορίαν ἢ π. Phld.Rh. 1.40 S.    2. observance of rules, etc., D.T.629.21.    3. remark, note, παρατηρήσεως ἄξια Longin.23.2, cf. Sch.Ar.Ra.1258 ; ψιλὴ π. bare notice, A.D.Pron.41.8.

German (Pape)

[Seite 503] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ ἐνέδρα, Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31.

Greek (Liddell-Scott)

παρατήρησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὕτως ὥστε νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον παρατήρησις πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., παρατήρησις, σημείωσις, Λογγῖν. 23, Σχολ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 observation (des astres, des augures, etc.);
2 action d’épier, surveillance.
Étymologie: παρατηρέω.

English (Strong)

from παρατηρέω; inspection, i.e. ocular evidence: obervation.

English (Thayer)

παρατηρήσεως, ἡ (παρατηρέω), observation (Polybius 16,22, 8), Diodorus, Josephus, Antoninus, Plutarch, others): μετά παρατηρήσεως, in such a manner that it can be watched with the eyes, i. e. in a visible manner, Luke 17:20.

Greek Monotonic

παρατήρησις: ἡ, παρατήρηση, παρακολούθηση, μετὰ παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παρατήρησις: εως ἡ
1) наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.): τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать; μετὰ παρατηρήσεως NT заметным образом;
2) высматривание, подстерегание (π. καὶ ἐνέδρα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρατήρησις -εως, ἡ [παρατηρέω] waarneming, observatie:. μετὰ παρατηρήσεως op waarneembare wijze NT Luc. 17.20.

Middle Liddell

παρατήρησις, εως,
observation, μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, NTest.

Chinese

原文音譯:parat»rhsij 爬拉-帖雷西士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:在旁-保存(著)

字義溯源:檢視,觀察,眼見的;源自(παρατηρέω)=在旁檢視,窺探);由(παρά)*=旁,出於)與(τηρέω)=防守)組成;其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 眼見的(1) 路17:20