Πολυδεύκης
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
εος, ὁ,
A Pollux, Il.3.237, Od.11.300: hence Adj. Πολυδεύκειος, Ep. fem. Πολυδευκεΐη, χείρ Call.Fr.496. II Adj. πολυδευκής, ές, v.l. for πολυηχής in Od.19.521 ap.Ael.NA5.38 (τὴν ποικίλως μεμιμημένην) and Hsch. (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. δευκές). 2 = ποικίλος, μορφή prob. for -δερκής in Nic.Th.209. 3 (δεῦκος) very sweet, ἑλίχρυσος ib.625 (cf. Sch. ad loc.).
French (Bailly abrégé)
εος, -ους (ὁ) :
Pollux, fils de Zeus et de Léda, frère de Castor.
Étymologie: litt. « tout à fait brillant », de πολύς, *δεῦκος de même radic. que le lat. lux.
English (Autenrieth)
Polydeuces (Pollux), son of Zeus and Leda, twin brother of Castor, Il. 3.237, Od. 11.300.
English (Slater)
Πολῠδεύκης son of Leda and Zeus, (half-)brother to Kastor
1 Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.62) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος (N. 10.50) ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (sc. Ἀφαρητίδαι) (N. 10.68) Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33)
Greek Monotonic
Πολυδεύκης: -εος, ὁ, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, ο Πολυδεύκης, ένας από τους Διόσκουρους, γιος της Λύδας και αδελφός του Κάστορα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Πολυδεύκης: ους, эп. εος ὁ Полидевк (у римлян - Pollux; сын Зевса и Леды, брат Кастора) Hom. etc.
Middle Liddell
Πολυ-δεύκης, εος, ὁ, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων]
Pollux, one of the Dioscuri, son of Leda, brother of Castor, Hom.