ἀράζω

From LSJ
Revision as of 14:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράζω Medium diacritics: ἀράζω Low diacritics: αράζω Capitals: ΑΡΑΖΩ
Transliteration A: arázō Transliteration B: arazō Transliteration C: arazo Beta Code: a)ra/zw

English (LSJ)

or ἀρράζω,

   A snarl, growl, of dogs, Ael.NA5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 codd. (Onomatop., = make the sound ἀρα, ἀρρα.)

German (Pape)

[Seite 343] knurren, vom Hunde, Poll. 5, 86; auch ἀῤῥάζω geschrieben, Ael. H. A. 5, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράζω: ἤ ἀρράζω (α εὐφων., ῥάζω), ἐπί κυνῶν, κνυζῶμαι, «γουρλιάζω», «γρυνίζω», Αἰλ. π. Ζ. 5. 51, Πολυδ. Ε΄, 86, Φίλων 1. 694.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἀρράζω;
seul. prés.
grogner, gronder en parl. des chiens.
Étymologie: onomatopée.

Spanish (DGE)

de perros ladrar, gruñir D.H.16.2, Ael.NA 5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 (cód.), cf. ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν Hsch.

• Etimología: Formación onomatopéyica.

Greek Monolingual

(I)
αράσσω
1. προσορμίζω πλοίο
2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω
αγκυροβολώ
3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση
4. φρ. «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.
(II)
ἀράζω κ. ἀρράζω (Α)
(για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (βλ. και αρρηνής). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα άραβος και άραδος].

Frisk Etymological English

ἀρράζω
Grammatical information: v.
Meaning: snarl, growl of dogs (D. H.).
Other forms: Ώῥᾳζω (Cratin.); also ῥύζω (Hermipp.)
Derivatives: ἀρρίζω (AB) and reduplicated ἀραρίζω (Ammon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the anlaut Schwyzer 310 α. Onomatopoietic, Pre-Greek? Cf. ἄραβος and ἄραδος.

Frisk Etymology German

ἀράζω: auch ἀρράζω
{arázō}
Forms: Daneben ἀρρίζω (AB) und das reduplizierte ἀραρίζω (Ammon.).
Grammar: v.
Meaning: ‘knurren (vom Hunde)’ (D. H., Ael., Poll., Plu.).
Etymology : Onomatopoetisch, vgl. ἄραβος und ἄραδος.
Page 1,128