ὀλβίζω

From LSJ
Revision as of 13:34, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβίζω Medium diacritics: ὀλβίζω Low diacritics: ολβίζω Capitals: ΟΛΒΙΖΩ
Transliteration A: olbízō Transliteration B: olbizō Transliteration C: olvizo Beta Code: o)lbi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ E.Hel.228 : aor. ὤλβισα S.Fr.646.1, etc. :—Pass. (v. infr.) :—make happy, E.Ph.1689, Hel.l.c.(lyr.); deem or pronounce happy, A.Ag.928, S.OT1529, etc. :—Pass., to be or be deemed happy, τίς δ' οἶκος . . ὠλβίσθη ποτέ ; Id.Fr.942 ; οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι E.IA 51 ; μέγα ὀλβισθείς Id.Tr.1253 (anap.).

German (Pape)

[Seite 318] (glücklich machen), glücklich preisen, wie μακαρίζω; Aesch. Ag. 902; Soph. O. R. 1529; ἐνεγκὼν τἀπινίκια ὠλβίζετο, El. 683; oft Eur., οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι I. A. 51, μέγα ὀλβισθείς Troad. 1253; Ar. Th. 18; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― μακαρίζω, «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι ὄλβιος, μακάριος, τίς δ’ οἶκος.. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253.

French (Bailly abrégé)

ao. ὤλβισα, pf. inus.
1 rendre heureux;
2 regarder comme heureux.
Étymologie: ὄλβος.

Greek Monotonic

ὀλβίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὤλβισα (ὄλβιος)· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· θεωρώ ότι είμαι ή δηλώνω ότι είμαι ευτυχισμένος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι ευτυχής, μτχ. παρακ. ὠλβισμένοι, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ ὀλβισθείς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβίζω:
1) делать счастливым, давать блаженство (ἓν ἦμάρ μ᾽ ὤλβισ᾽, ἓν δ᾽ ἀπώλεσεν Eur.);
2) считать счастливым (μηδένα Soph.): οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι Eur. слывущие самыми счастливыми.

Middle Liddell

ὀλβίζω, ὄλβιος
to make happy, Eur.:— to deem or pronounce happy, Aesch., Soph., etc.:—Pass. to be or be deemed happy, perf. part. ὠλβισμένοι Eur.; aor1 part. ὀλβισθείς Eur.