κεντροφόρος

From LSJ
Revision as of 19:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροφόρος Medium diacritics: κεντροφόρος Low diacritics: κεντροφόρος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kentrophóros Transliteration B: kentrophoros Transliteration C: kentroforos Beta Code: kentrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών.    2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244.    II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.

Greek Monolingual

-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ.κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].