Θεσσαλός

From LSJ
Revision as of 10:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεσσαλός Medium diacritics: Θεσσαλός Low diacritics: Θεσσαλός Capitals: ΘΕΣΣΑΛΟΣ
Transliteration A: Thessalós Transliteration B: Thessalos Transliteration C: THessalos Beta Code: *qessalo/s

English (LSJ)

Att. Θεττ-, ή, όν, Thessalian, Hdt. 5.63, etc.: prov., Θ. σόφισμα a Thessalian trick, E.Ph.1407; Θ. νόμισμα, i.e. false money, Phot.; Thess. Πετθαλός IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. Φετταλός (as pr. n.) ib.7.2430.8.    II pr. n. of a physician of the Methodic School:—hence Adj. Θεσσάλειος, α, ον, Gal.15.763,al.    III fem. Θεσσαλίς, ίδος, Thessalian, κυνῆ S.OC314: as Subst. Θετταλίς, ἡ, a kind of shoe, Lysipp.2.

Greek (Liddell-Scott)

Θεσσᾰλός: Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, τέχνασμα Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407· Θ. νόμισμα, δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε Θεσσαλικός. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, εἶδος πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Thessalie, Thessalien.

English (Autenrieth)

a son of Heracles, father of Pheidippus and Antiphus, Il. 2.679†.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ Θεσσαλός, -ή, -όν και θηλ. Θεσσαλίς, Α αττ. τ. Θετταλός θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Θεσσαλίας
αρχ.
1. θεσσαλικός
2. φρ. α) «θεσσαλὸν νόμισμα» — κίβδηλο νόμισμα
β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — είδος πέδιλου
3. παροιμ. «θεσσαλὸν σόφισμα» — θεσσαλική πανουργία, ψευτιά.

Greek Monotonic

Θεσσᾰλός: Αττ. Θεττ-, ὁ,
I. ο Θεσσαλός, αυτός που κατάγεται από τη Θεσσαλία, σε Ηρόδ., κ.λπ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, θεσσαλικό τέχνασμα, από το δύσπιστο και άστατο χαρακτήρα των ανθρώπων, σε Ευρ.
II. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ, θεσσαλικό καπέλο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Θεσσᾰλός:
I атт. Θεττᾰλός 3 фессалийский (ἵπποι Soph.; σόφισμα Eur.).
II атт. Θεττᾰλός ὁ фессалиец Pind., Arph., Arst.
III ὁ Тессал или Фессал
1) сын Геракла Hom., Diod.;
2) сын Гемона, по друг. - Ясона, именем которого якобы названа Фессалия Diod.;
3) потомок Геракла, один из спутников спартанца Дориея, погибший в бою с финикиянами при попытке основать колонии в Сицилии Her.;
4) тж. Гегесистрат, сын Писистрата Thuc., Diod.;
5) сын Кимона Plut.;
6) трагический актер времен Александра Македонского Plut.

Middle Liddell


I. a Thessalian, Hdt., etc.; proverb., Θεσσαλὸν σόφισμα a Thessalian trick, from the faithless character of the people, Eur.
II. Θεσσαλὶς κυνῆ a Thessalian cap, Soph.