ευλαβούμαι
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) ευλαβής
1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.)
2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῦμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.)
νεοελλ.-μσν.
διστάζω από σεβασμό προς κάποιον, ντρέπομαι
μσν.
1. (μτχ. ενεστ.) ευλαβούμενος, -μένη, -ον
ευλαβικός, ευσεβής
2. ανησυχώ, φοβάμαι για κάτι
αρχ.
1. προσέχω, φροντίζω («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», Πλάτ.)
2. διατρέχω κίνδυνο
3. έχω φροντίδα για κάποιον, προσέχω κάποιον («εὐλαβεῑσθαι τὴν κύνα», Αριστοφ.)
4. φυλάγομαι, μένω μακριά από κάποιον ή κάτι («εὐλαβοῡ τὸ ψεῡδος», Αριστοτ.)
5. φοβάμαι («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)
6. περιμένω ήσυχα, αναμένω («καιρόν ευλαβούμενος», Ευρ.)
7. προφυλάγομαι από βλάβη, απαλλάσσομαι από ζημιά («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», Ευρ.)
8. ενεργ. εὐλαβῶ, -έω
προσέχω, προφυλάσσομαι.