κύαρ

From LSJ
Revision as of 15:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύᾰρ Medium diacritics: κύαρ Low diacritics: κύαρ Capitals: ΚΥΑΡ
Transliteration A: kýar Transliteration B: kyar Transliteration C: kyar Beta Code: ku/ar

English (LSJ)

τό,

   A a hole, as the eye of a needle, etc., Hp.Morb.2.33, cf. Acut. (Sp.) 61; orifice of the ear, Poll.2.86.

German (Pape)

[Seite 1522] ατος, τό, Höhle, Loch, Nadelöhr, Hippocr.; innere Oeffnung des Ohres, Poll. 2, 86.

Greek (Liddell-Scott)

κύᾰρ: -ᾰρος, ὁ, (κύω) ὀπή, ὡς ἡ τῆς βελόνης κτλ., Ἱππ. 471. 52· κ. βελόνης ὁ αὐτ. ἐν 406. 42· τὸ ἐντὸς τοῦ τρυπήματος τοῦ ὠτὸς μέρος, Πολυδ. Β΄, 86.

French (Bailly abrégé)

αρος (τό) :
trou, trou d’une aiguille.
Étymologie: Bailly donne pour le gén. κύατος ; idée de rondeur, cf. κύω, κύκλος.

Greek Monolingual

το (Α κύαρ, -ατος)
μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῦ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.)
2. το βαθύτερο σημείο του ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου
2. η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η αρτάνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε τ. κυFαρ < IE kuwr «τρύπα» και συνδέεται με αβεστ. sūra «τρύπα», αρμ. sor «οπή, κοιλότητα», λατ. cavus «κοίλος», caverna «κοιλότητα» — είναι επίσης συγγενής με τις λ. κύλα, κοῖλος, κῶος. Η ύπαρξη του συνθέτου ἔγ-κυαρ «έγκυος» ενισχύει τη σύνδεση της λ. κύαρ με τη λ. κυέω για σημασιολογικούς λόγους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύαρ -ος, τό oog van de naald. Hp.

Frisk Etymological English

[zie κυεω]
Grammatical information: n.
Meaning: eye of a needle, orifice of the ear (Hp., Poll.).
Origin: IE [Indo-European] [592] *kuh₂-r swell?
Etymology: Old r-stem, with thematic tranformation in Av. sūr-a- m. hole, lacuna (IE. *ḱūr-o-), further with other ablaut Arm. sor hole (IE. *ḱou̯er-o- ?); but hardly Lat. caverna (Etruscan ?; W.-Hofmann s.v.; diff. Specht Ursprung 350). An alternating l-stem is supposed in κύλα τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα H. (s.v.); further κοῖλος hollow from *κοϜιλ-ος. With sufflx Lat. cavus hollow (s. κοῖλος). See also on κῶος cave (s. v.). - The words are generally connected with the group of κυέω assuming a basic curvation (with inside c. > hollowing, resp. ouside c. > vaulting; s. Pok. 592ff., W.-Hofmann s. cavus). If there is a connection at all, we must rather start from a meaning blow (up); cf. Skt. śūna- swelled up, grown up, śū́na n. empty, lack, śūnyá- empty, hollow.

Frisk Etymology German

κύαρ: {kúar}
Grammar: n.
Meaning: Nadelöhr, Ohröffnung (Hp., Poll.).
Etymology : Alter r-Stamm, mit thematischer Umbildung in aw. sūr-a- m. Loch, lacuna (idg. *ḱūr-o-), außerdem mit anderem Ablaut in arm. sor Loch (idg. *ḱou̯er-o- o.ä.); dagegen kaum lat. caverna (etruskisch ?; W.-Hofmann s.v. m. Lit., anders Specht Ursprung 350). Einen alternierenden l-Stamm zeigt κύλα· τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα H. (s.d.); ähnlich κοῖλος hohl aus *κοϝιλος. Ohne Sufflx u. a. lat. cavus hohl (s. κοῖλος), mit Dehnstufe κῶος Höhle (s. d.). — Die fraglichen Wörter werden allgemein zur Sippe von κυέω gezogen unter Annahme einer Grundbedeutung Biegung (woraus Einbiegung > Höhlung, bzw. Ausbiegung > Wölbung; s. WP. 1, 365ff., Pok. 592ff., W.-Hofmann s. cavus). Wenn Zusammenhang überhaupt besteht, ist vielmehr von einer Bedeutung aufblasen auszugehen, woraus innerlich aushöhlen; vgl. aind. śūna- angeschwollen, aufgewachsen, śū́nan. Leere, Mangel, śūnyá- leer, hohl.
Page 2,38