μαλθάσσω

From LSJ
Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθάσσω Medium diacritics: μαλθάσσω Low diacritics: μαλθάσσω Capitals: ΜΑΛΘΑΣΣΩ
Transliteration A: malthássō Transliteration B: malthassō Transliteration C: malthasso Beta Code: malqa/ssw

English (LSJ)

   A = μαλάσσω, soften, soothe, μ. κέαρ A.Pr.381; τωὰ λόγοις E.HF298; τί γάρ σε μαλθάσσοιμ' ἄν… ; why should I soothe thee with fair words ? S.Ant.1194: μ. κοιλίην relax the bowels, Hp. Acut.16, Art.40:—Pass., οὐδὲ μαλθάσσει λιταῖς A.Pr.1008; μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Id.Eu.134.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθάσσω: μαλάσσω, μαλακύνω, κάμνω μαλακόν, μ. κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς ὕστερον ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει κέαρ λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμάλθαξα ; Pass. ao. ἐμαλθάχθην;
1 engourdir;
2 fléchir, adoucir, calmer, apaiser, acc..
Étymologie: μαλθακός.

Greek Monolingual

μαλθάσσω (Α) μαλθακός
1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.)
2. καταπραΰνω, καθησυχάζω
3. φρ. «μαλθάσσω κοιλίην» — χαλαρώνω τα έντερα.

Greek Monotonic

μαλθάσσω: = μαλάσσω, μαλακώνω, απαλύνω, στους Τραγ.· Παθ., μαλαχθεῖσ' ὕπνῳ, αποκαμωμένη από τον ύπνο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μαλθάσσω: Trag. = μαλάσσω.

Middle Liddell

μαλθάσσω, = μαλάσσω
to soften, soothe, Trag.:—Pass., μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Aesch.