μώλυσις
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
εως, ἡ,
A imperfect boiling, parboiling, scalding, simmering, opp. ἕψησις, Arist.Mete.381a12, al.; ἀπεψία τις ἡ μ. ἐστι Id.GA776a8; of rapidly growing cereals, ὥσπερ τὰ ἐπὶ τὸ ζέον ἐμβαλλόμενα τῶν ἑψομένων, οὐδεμίαν… οὐδὲ κἀκεῖνα λαμβάνει μ., i.e. they 'cook' too suddenly, without 'simmering', Thphr.CP4.9.6. (Written μώλυσις and μώλυνσις in some codd. of Arist.Mete.379a2,b14, 381a12,22; μόλυνσις in nearly all codd. of Id.Mete.381b14, GA l.c., Thphr. l.c.; cf. μωλύω.)
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, gew. v. l. μόλυνσις, die Bekk. Arist. meteor. 4, 3 nur einmal, p. 381 b 14, u. gen. an. 4, 7 beibehalten, das Rösten des Fleisches am Feuer auf der Oberfläche, so daß es im Innern noch roh bleibt.
Greek (Liddell-Scott)
μώλῡσις: -εως, ἡ, (μωλύω) μαλάκυνσις, ἴδε μόλυνσις.
Greek Monolingual
μώλυσις και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [[μωλύ(ν)ω]]
1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο
2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση
3. ταχεία αύξηση σιτηρών.
Russian (Dvoretsky)
μώλυσις: εως ἡ (= μόλυνσις) обжаривание Arst.