μετεωρολόγος

From LSJ
Revision as of 17:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωρολόγος Medium diacritics: μετεωρολόγος Low diacritics: μετεωρολόγος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: meteōrológos Transliteration B: meteōrologos Transliteration C: meteorologos Beta Code: metewrolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who talks of the heavenly bodies, astronomer, Gorg.Hel.13, Pl. Cra.396c, Arist.Mete.354a29: satirically, E.Fr.913.2 (anap.); μ. καὶ ἀδολέσχαι Pl.Cra.401b.    2 astrologer, Procop.Pers.2.22.    II Adj. ος, ον, of or belonging to astronomers, etc., Hp.Aër.2.

German (Pape)

[Seite 160] eigtl. von den Himmelskörpern, den Luft- u. Himmelserscheinungen redend, sie beobachtend, was aber der Ansicht der gewöhnlichen Menschen gar leicht als etwas Nichtiges erscheint, dah. übertr. Einer, der sich mit seinen Gedanken in die Lüfte versteigt, μετεωρολόγοι καὶ ἀδολέσχαι τινές, Plat. Crat. 401 b, vgl. 396 c u. Polit. 299 b.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρολόγος: ὁ, ὁ ὁμιλῶν περὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων ἢ τῶν φυσικῶν φαινομένων, ἀστρονόμος, Εὐρ. Ἀποσπ. 905, Πλάτ. Κρατ. 396Β, 401Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 1, 13. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς ἀστρονόμον, κτλ. Ἱππ. π. Ἀερ. 281.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui disserte sur les corps ou les phénomènes célestes, ou en gén., qui s’en occupe.
Étymologie: μετέωρος, λέγω³.

Greek Monolingual

ο, η (Α μετεωρολόγος)
επιστήμονας που ασχολείται με τη μετεωρολογία, δηλαδή με τη σπουδή τών μετεώρων και γενικά τών ατμοσφαιρικών φαινομένων
αρχ.
1. μετεωρολέσχης
2. αστρονόμος
3. (και ως επίθ.) μετεωρολόγος, -ον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -λόγος].

Greek Monotonic

μετεωρολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που μιλάει για τα ουράνια σώματα, αστρονόμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεωρολόγος:
1) изучающий небесные явления, звездочет Eur., Arst.;
2) пустой мечтатель (μετεωρολόγοι καὶ ἀδολέσχαι Plat.).

Middle Liddell

μετεωρο-λόγος, ὁ, λέγω
one who talks of the heavenly bodies, an astronomer, Plat.