παραχειμασία

From LSJ
Revision as of 08:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχειμᾰσία Medium diacritics: παραχειμασία Low diacritics: παραχειμασία Capitals: ΠΑΡΑΧΕΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: paracheimasía Transliteration B: paracheimasia Transliteration C: paracheimasia Beta Code: paraxeimasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wintering in a place, Plb.3.35.1, SIG762.16 (Odessus, i B. C.), D.S.14.38, Act.Ap.27.12 ; ἐνταῦθα τὴν π. ἐποιεῖτο D.S.20.28.

German (Pape)

[Seite 508] ἡ, das Ueberwintern, τὴν παραχειμασίαν ποιεῖσθαι ἐν πόλει, überwintern, seine Winterquartiere dort haben, Pol. 3, 35, 1, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παραχειμᾰσία: ἡ, τὸ παραχειμάζειν, διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 3. 35, 1· π. ποιεῖσθαι ἐν ... Ἄννα Κομν. 2. 185, 21· κατὰ ... ὁ αὐτ. 2. 266, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
quartiers d’hiver.
Étymologie: παραχειμάζω.

English (Strong)

from παραχειμάζω; a wintering over: winter in.

English (Thayer)

παραχειμασιας, ἡ (παραχειμάζω), a passing the winter, wintering: Polybius 3,34, 6; (3,35, 1); Diodorus 19,68.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
η διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

παραχειμᾰσία: ἡ, ξεχειμώνιασμα σ' ένα μέρος, σε Πολύβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχειμασία -ας, ἡ [παραχειμάζω] overwintering.

Russian (Dvoretsky)

παραχειμᾰσία: ἡ зимовка или зимние квартиры NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.

Middle Liddell

παραχειμᾰσία, ἡ, [from παραχειμάζω
a wintering in a place, Polyb.

Chinese

原文音譯:paraceimas⋯a 爬拉-黑馬西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-(過)冬
字義溯源:在過冬,冬,冬季;源自(παραχειμάζω)=過冬),由(παρά)*=旁,出)與(χειμάζω)=面臨風雨)組成;其中 (χειμάζω)出自(χειμών)=暴風雨), (χειμών)出自(Χερούβ)X*=灌注), (Χερούβ)X出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 冬(1) 徒27:12