ῥαντισμός

From LSJ
Revision as of 17:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντισμός Medium diacritics: ῥαντισμός Low diacritics: ραντισμός Capitals: ΡΑΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: rhantismós Transliteration B: rhantismos Transliteration C: rantismos Beta Code: r(antismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sprinkling, ὕδωρ ῥαντισμοῦ LXX Nu.19.9 sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ Ep.Hebr.12.24, cf. 1 Ep.Pet.1.2.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, Besprengen, Benetzung, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντισμός: ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, ὕδωρ ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· αἷμα ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
aspersion.
Étymologie: ῥαντίζω.

English (Strong)

from ῥαντίζω; aspersion (ceremonially or figuratively): sprinkling.

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῑττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.

Greek Monotonic

ῥαντισμός: ὁ, ράντισμα, ψεκασμός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ῥαντισμός: ὁ окропление NT.

Middle Liddell

ῥαντισμός, οῦ, ὁ, [from ῥαντίζω
a sprinkling, NTest.

Chinese

原文音譯:?antismÒj 嵐提士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:灑(水)
字義溯源:灑水禮,灑,灑洗;源自(ῥαντίζω)=灑水),而 (ῥαντίζω)出自(ῥᾳδιουργία)X*=灑)
出現次數:總共(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 洗淨(1) 彼前1:2;
2) 所灑的(1) 來12:24