безрассудный
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Russian > Greek
ἠλεός ;; δύσφρων ;; παράνοος ;; παράνους ;; παραφρόνιμος ;; ἠλίθιος ;; ἀλίθιος ;; ἀλόγιστος ;; ἀσύνετος ;; ἀξύνετος ;; ἀεσίφρων ;; μανιώδης ;; ἀφραδής ;; κακόβουλος ;; κακόφρων ;; κουφόνοος ;; κουφόνους ;; χαλίφρων ;; ἄφρων ;; ἀσυλλόγιστος ;; ἄσκεπτος ;; ἀπερίσκεπτος ;; ἄβουλος ;; ἄσκοπος ;; ἀφρόντιστος ;; ἄνοος ;; ἄνους ;; μωρός ;; μῶρος ;; ἀγνώμων ;; ἀνοήμων ;; ἀνόητος ;; ἔμπληκτος ;; μάταιος ;; θερμουργός ;; μανικός ;; θερμός ;; εἰκαῖος ;; κοῦφος ;; ἄλογος