долгий
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Russian > Greek
μακρός ;; ταναός ;; δολιχός ;; διηνεκής ;; διανεκής ;; ἐπίμονος ;; πολυχρόνιος ;; ἐπιχρόνιος ;; πάμμηνος ;; μακρημερία ;; μακρημερίη ;; μακραίων ;; δηρός ;; μακρόπνοος ;; μακρόπνους ;; παμμήκης ;; πολύφημος ;; πολύφαμος ;; δίχρονος ;; συχνός ;; ἐπιμήκης ;; χρόνιος ;; πολλοστός