кружить
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Russian > Greek
περικυκλόω ;; περιελελίζω ;; στροφαλίζω ;; σοβέω ;; ἀνακάμπτω ;; κυλίνδω ;; κυλινδέω ;; κυκλέω ;; στροβέω ;; περιδινέω ;; ῥυμβέω ;; τροχοδινέω ;; συγγογγυλίζω ;; δινέω ;; ἐπιδινέω ;; ἑλίσσω ;; εἱλίσσω ;; ἑλίττω ;; εἱλίττω ;; στρωφάω ;; ὑποστροβέω ;; τροχίζω ;; περιτροπέω ;; ἐλελίζω ;; κυκλόω ;; στρέφω