genial
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
cheerful: P. εὔθυμος, Ar. and P. ἱλαρός (Xen.). P. and V. φιλόφρων (Xen.), εὐπροσήγορος, φιλάνθρωπος, εὐπρόσοδος, ῥᾴδιος, κοινός.
of looks: P. and V. φαιδρός, V. λαμπρός, φαιδρωπός.
of climate: P. εὔκρας (Plato); see equable.
genial, ingeniosus.