ὀρθόκρανος

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκρᾱνος Medium diacritics: ὀρθόκρανος Low diacritics: ορθόκρανος Capitals: ΟΡΘΟΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: orthókranos Transliteration B: orthokranos Transliteration C: orthokranos Beta Code: o)rqo/kranos

English (LSJ)

ον,

   A having a high head, τύμβος ὀ. a high funeral-mound, S.Ant.1203.

German (Pape)

[Seite 374] mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψωμένην τὴν κεφαλήν, τύμβος ὀρθ., ὑψηλὸς τάφος, Σοφ. Ἀντ. 1203.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dresse son sommet.
Étymologie: ὀρθός, κράνον.

Greek Monolingual

ὀρθόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψωμένη την κορυφή, ψηλόςτύμβος ὀρθόκρανος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. πολύ-κρανος].

Greek Monotonic

ὀρθόκρᾱνος: -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το κεφάλι του, υπερήφανος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόκρᾱνος: с высокой вершиной, высокий (τύμβος Soph.).

Middle Liddell

ὀρθό-κρᾱνος, ον,
having a high head, lofty, Soph.