δεκασμός

From LSJ
Revision as of 18:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκασμός Medium diacritics: δεκασμός Low diacritics: δεκασμός Capitals: ΔΕΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: dekasmós Transliteration B: dekasmos Transliteration C: dekasmos Beta Code: dekasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (δεκάζω)    A bribery, D.H.7.64, Plu.Cat.Mi.44: in pl., Id.Cic.29.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, Bestechung, Dion. Hal. 7, 6, 4; im plur. Plut. Cic. 29.

Greek (Liddell-Scott)

δεκασμός: ὁ, (δεκάζω) δωροδοκία, διὰ δώρων διαφθορά, Διον. Ἁλ. 7. 64, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44· κατὰ πληθ., αὐτ. Κικέρων. 29.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de corrompre, corruption (d’un juge, etc.).
Étymologie: δεκάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
corrupción, soborno D.H.7.64, Plu.Cat.Mi.44, Poll.8.42, Longin.44.9, D.C.36.44.3, 40.48.1, ὄχλων δεκασμοί Plu.Cic.29, πλήθους δ. App.BC 2.24, cf. 23.

• Etimología: v. δεκάζω.

Greek Monolingual

ο (AM δεκασμός) δεκάζω
η δωροδοκία, κυρίως δικαστών ή μαρτύρων
αρχ.
φρ. «δεκασμού γραφή» — κατηγορία η οποία στρέφεται κατά τών πολιτών που δωροδόκησαν άρχοντες της πόλεως, δικαστές ή μάρτυρες.

Greek Monotonic

δεκασμός: ὁ (δεκάζω), δωροδοκία, εξαγορά, χρηματισμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκασμός: ὁ тж. pl. подкуп Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκασμός -οῦ, ὁ [δεκάζω] omkoping.

Middle Liddell

δεκάζω
bribery, Plut.