καμαροειδής
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ές,
A like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.
German (Pape)
[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.
Spanish
abovedado, que tiene forma de bóveda
Greek Monolingual
-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].