λαχνόομαι
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
Pass.,
A grow hairy or downy, of a youth's chin, Sol.27.6, AP12.178 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 20] rauch, haarig, wollig werden; γένειον Solon 14, 6; Strat. 20 (XII, 178).
Greek Monotonic
λαχνόομαι: Παθ., γίνομαι χνουδωτός, αποκτώ χνούδι, λέγεται για το σαγόνι νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνόομαι: покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой.
Middle Liddell
λαχνόομαι,
Pass. to grow downy, of a youth's chin, Solon., Anth. [from λάχνος