πατρωός

From LSJ
Revision as of 15:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρωός Medium diacritics: πατρωός Low diacritics: πατρωός Capitals: ΠΑΤΡΩΟΣ
Transliteration A: patrōós Transliteration B: patrōos Transliteration C: patroos Beta Code: patrwo/s

English (LSJ)

ὁ,    A = πατρυιός, stepfather, Cerc.4.43, Plu. Cleom.11, Arat. 41, Artem.3.26, POxy. 1257.2 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 537] ὁ, = ἐπιπάτωρ, vgl. Poll. 3, 27, Stiefvater, Plut. Arat. 38 u. öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατρωός: ὁ, = πατρυιός, μητρυιός, Πλουτ. Κλεομέν. 11, Ἄρατ. 41.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
beau-père.
Étymologie: πατήρ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πατρυιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -ώς, -υῖα, -ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. πάτρως «θείος»].

Russian (Dvoretsky)

πατρωός: ὁ отчим Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρωός -οῦ, ὁ [πατήρ] stiefvader.