σχοινοπλόκος

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοπλόκος Medium diacritics: σχοινοπλόκος Low diacritics: σχοινοπλόκος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: schoinoplókos Transliteration B: schoinoplokos Transliteration C: schoinoplokos Beta Code: sxoinoplo/kos

English (LSJ)

ὁ,    A maker of rush-ropes or mats, Hp.Epid.4.2, Sch. Ar.Pax36, Suid.

German (Pape)

[Seite 1057] Binsen flechtend, aus Binsen Stricke, Seile, Matten, Körbe flechtend, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tresse du jonc ; subst. cordier.
Étymologie: σχοῖνος, πλέκω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Α
αυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοινοπλόκος -ου, ὁ [σχοῖνος, πλέκω] touwslager.