Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμβοχόη

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόη Medium diacritics: τυμβοχόη Low diacritics: τυμβοχόη Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΗ
Transliteration A: tymbochóē Transliteration B: tymbochoē Transliteration C: tymvochoi Beta Code: tumboxo/h

English (LSJ)

ἡ,

   A the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

English (Autenrieth)

see the foregoing.

Greek Monolingual

ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.

Greek Monotonic

τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόη: ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.

Middle Liddell

τυμβοχόη, ἡ,
the throwing up a cairn, Il. [from τυμβοχόος