ἀνώλεθρος

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώλεθρος Medium diacritics: ἀνώλεθρος Low diacritics: ανώλεθρος Capitals: ΑΝΩΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: anṓlethros Transliteration B: anōlethros Transliteration C: anolethros Beta Code: a)nw/leqros

English (LSJ)

ον, (ὄλεθρος)

   A indestructible, Parm.8.3; ἀθάνατος καὶ ἀ. Anaximand.15, Pl.Phd.88b,95b, Arist.Mu.396a31, Ocell.1.2; of roots, Thphr.HP3.12.2.    II Act., not deadly, harmless, ὄφεις Paus.10.17.12; of symptoms, not fatal, Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 268] (s. ἀνόλεθρος), dem Verderben, Untergang nicht unterworfen, Plat. öfter, neben ἀθάνατος Phaed. 88 b; Sp. – Bei Paus. 10, 17, 6 sind ὄφεις ἀν., deren Biß nicht tödtlich ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, ἀβλαβής, ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indestructible, impérissable.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.

Spanish (DGE)

-ον
1 imperecedero, indestructible τὸ ἄπειρον Anaximand.B 3, τὸ ἐόν Parm.B 8.3, ψυχή Pl.Phd.88b, 95b, Procl.Inst.187, cf. 105, de la unión del alma y el cuerpo, Pl.Lg.904a, εἶδος Pl.Ti.52a, τὸ θεῖον Arist.Ph.203b14, τὸ σύμπαν Arist.Mu.396a31, τὸ πᾶν Ocell.1.2, ὁ κόσμος Luc.Icar.8, Ocell.1.11, 2.22, de las raíces, Thphr.HP 3.12.2
subst. τὸ ἀ. lo indestructible Plu.2.1016a.
2 que no produce la muerte, que no es mortal de síntomas, Aret.SD 1.5.1
no venenoso, inocuo ὄφεις Paus.10.17.12.

Greek Monolingual

ἀνώλεθρος, -ον (Α) όλεθρος
1. αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά ή καταστροφή, ο άφθαρτος, ο αιώνιος
2. ενεργ. αυτός που δεν προκαλεί καταστροφή ή θάνατο, αβλαβής.

Greek Monotonic

ἀνώλεθρος: -ον (ὄλεθρος), άφθαρτος, ακατάλυτος, σε Πλάτ.· Επικ. ἀν-όλεθρος, έχοντας ξεφύγει τον όλεθρο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώλεθρος: не гибнущий, непреходящий (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat., Arst., Plut.).

Middle Liddell

ὄλεθρος
indestructible, Plat.; epic ἀν-όλεθρος having escaped ruin, Il.