ἀποθεόω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A deify, Pteb.5.78 (ii B.C.), Plb.12.23.4, Plu.Num.6, etc.:—Pass., Γανυμήδης . . ἀποθεούμενος Nicol.Com.1.35; μετὰ τὸ ἀποθεωθῆναι CIG2831.7 (Aphrodisias); cf. -θειόω. 2 in magic, drown a sacred animal and thus liberate its divine element, PMag.Berol.1.5, PMag.Lond. 121.629 (Pass.); ἀ. ἱέρακα ἐν ὕδατι Afric. ap. Sch.Tz.H.9.161.
German (Pape)
[Seite 302] vergöttern, Nicol. com. Stob. Floril. 14, 7; Pol. 12, 23 Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθεόω: κάμνω τινὰ θεόν, θεοποιῶ, Πολύβ. 12. 53, 4, Πλούτ., κλ.: ― Παθ., Γανυμήδης… ἀποθεούμενος Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 35· μετὰ τὸ ἀποθεωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2831. 7. ― Ἐπικ. ἀποθειωθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 177. 2) παρὰ Γραμμ. κατ’ εὐφημ. ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα, «ξεπαστρεύω» καὶ κυρίως διὰ πνιγμοῦ.
French (Bailly abrégé)
-εῶ;
diviniser.
Étymologie: ἀπό, θεός.
Spanish (DGE)
1 deificar, divinizar c. ac. de pers. ἀποθεοῦν Ἀλέξανδρον ἐβουλήθη Plb.12.23.4, ἀνθρώπους Plu.2.210d, cf. Num.6, Clem.Al.Prot.10.96, OGI 611.6, en v. pas. Γανυμήδης ... ἀποθεούμενος Nicol.Com.1.35, ἡ Πειθὼ ... διὰ τὴν φιλοσοφίαν ἀπεθεώθη Phld.Rh.1.269.5.
2 en magia ahogar un animal liberando así el elemento divino καὶ λαβὼν ἱέρακα ... ἀποθ[έ] ωσον εἰς γάλα PMag.1.5, cf. 7.629, ἰέρακα ἐν ὔδατι Afric. en Sch.Tz.H.9.154.
3 consagrar ἀπεθέωσα τὴν λάρνακα IGR 3.1480.4 (Iconion III d.C.).
Greek Monotonic
ἀποθεόω: μέλ. -ώσω· αναγορεύω κάποιον θεό, θεοποιώ — Παθ. μτχ. Επικ. αορ. αʹ ἀποθειωθείς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθεόω: обожествлять, боготворить (τινα Polyb., Diod.; τὴν μνήμην τινὸς ταῖς τιμαῖς Plut.).