ἀποκάμπτω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
intr.,
A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14; ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh.1409b23. 2 ἀποκεκαμμένον ῥάμφος curved beak, Horap.2.96.
German (Pape)
[Seite 305] ablenken (Pferde vom geraden Wege), Xen. Equ. 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάμπτω: ἀμεταβ., ἀποκλίνω, ἀποκάμπτω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
faire un détour.
Étymologie: ἀπό, κάμπτω.
Spanish (DGE)
I tr. curvar ἀποκάμψας τῆς μήλης τὸ ἄκρον habiendo curvado el extremo de la sonda Hp.Fist.4.
II intr.
1 desviarse, torcerse hacia un lado en equitación, op. ὀρθοδρομεῖν X.Eq.7.14
•en v. med.-pas. curvarse de venas αἱ δὲ ἀποκαμφθεῖσαι κάτω Hp.Epid.2.4.1, ἑκατέρωθεν ἀποκαμφθεῖσα Hp.ib.
•part. perf. corvo ἀετὸν ἀποκεκαμμένον ἔχοντα τὸ ῥάμφος Horap.2.96.
2 c. gen. o ἐκ c. gen. darse la vuelta ἀποκάμψας ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr.Char.22.9
•fig. apartarse de τῶν ῥητορικῶν ... λόγων Diog.Oen.24.1.4S.
•torcer, dar la vuelta ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος Arist.Rh.1409b23.
Greek Monolingual
ἀποκάμπτω (Α)
αποκλίνω, παρεκκλίνω.
Greek Monotonic
ἀποκάμπτω: μέλ. -ψω, αμτβ., αποκλίνω, κάνω παράκαμψη από την ευθεία οδό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκάμπτω: сворачивать в сторону, делать круг Xen., Arph.
Middle Liddell
intr. to turn off or aside, Xen.