ἀρτάβη

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτάβη Medium diacritics: ἀρτάβη Low diacritics: αρτάβη Capitals: ΑΡΤΑΒΗ
Transliteration A: artábē Transliteration B: artabē Transliteration C: artavi Beta Code: a)rta/bh

English (LSJ)

ἡ, Persian measure,

   A artaba, = 1 medimnus + 3 choenices, Hdt.1.192; or exactly 1 medimnus, Suid., Hsch.    II Egvptian measure of capacity, varying from 24 to 42 χοίνικες, OGI90.30 (Rosetta), PLond.2.265 (i A. D.), POxy.9v8 (iii/iv A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτάβη: ἡ, μέτρον Περσικὸν χωροῦν κατὰ τὸν Ἡρόδ. ἕνα μέδιμνον Ἀττικὸν καὶ τρεῖς χοίνικας, ἡ δὲ ἀρτάβη, μέτρον ἐὸν Περσικὸν χωρέει μεδίμνου Ἀττικῆς πλεῖον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι Ἡρόδ. 1. 192· κατὰ Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. «ἀρτάβη· μέτρον Μηδικὸν σίτου, Ἀττικὸς μέδιμνος». - Ὑπάρχει ὡσαύτως καὶ Αἰγυπτία ἀρτάβη = Ἀττ. μετρητῇ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 30, 4862 β, Ἐπιγρ. Κυρήν. αὐτόθι 5109 πρβλ. Sturz Μακεδ. Διαλ. σ. 87, Rawlinson Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
artabe, mesure persane de 1 médimne et 3 chénices attiques, environ 56 litres.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
artaba
1 medida persa de capacidad (1 medimno y 3 quénices) equivalente a 201 cótilas, unos 56 litros, Hdt.1.192
equivalente a 192 cótilas (1 medimno), Polyaen.4.3.32, Hsch., Sud.
2 medida egipcia de capacidad que oscila entre 24 y 42 quénices, equivalente a unos 39 litros, Plb.5.89.4, PCair.Zen.113.5, 124.7 (III a.C.), IPh.12bis.5 (II a.C.), OGI 90.30 (Roseta), PLond.24ue.18 (II a.C.), PIFAO 1.1.12 (I d.C.), PVindob.Salomons 5.18 (II d.C.), POxy.9ue.8, 9 (III/IV d.C.), PMasp.6ue.102 (IV d.C.), Epiph.Const.Mens.M.43.272B, Isid.Etym.16.26.16.

• Etimología: Préstamo quizá de origen iranio cf. aram. ’rdb, babilonio ardabu, elam. irtiba.

Greek Monolingual

ἀρτάβη, η (Α)
είδος περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. 'rdb και το μτγν. βαβυλ. αrdαbu. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη η λ. είναι αρχαία περσική και ανάγεται πιθ. σε τ. ŗd--. Πρόκειται δηλ. για τεχνικό όρο της διοικήσεως των Αχαιμενιδών, και μάλιστα πριν επιβληθεί η Αραμαϊκή ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας].

Greek Monotonic

ἀρτάβη: [ᾰ], ἡ, Περσική μονάδα όγκου, αρτάβη, = 1 μέδιμνος και 3 χοίνικες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτάβη: ἡ артаба (персидская мера емкости = 1 + 1/16 атт. медимна, т. е. ок. 56 л) Her.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: a Persian and Egyptian measure (Hdt.).
Other forms: Also ἀρτέβη
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.?
Etymology: Perhaps of Egyptian origin, Hultsch RE s. v., cf. Demotic 'rtb; but see Sethe GGN 1915, 112-118. Old Persian, Schmitt, Glotta 49 (1971) 100-102.

Middle Liddell


a Persian measure, artaba, = 1 medimnus &πλυς; 3 choenices, Hdt.

Frisk Etymology German

ἀρτάβη: {artábē}
Grammar: f.
Meaning: N. eines persischen und ägyptischen Maßes (Hdt., Pap.).
Derivative: Davon in den Papyri mehrere Ableitungen: ἀρτάβιος ‘eine A. messend’, ἀρταβιαῖος ib. (nach den Maßadjektiven auf -(ι)αῖος Chantraine Formation 49), ἀρταβίειος od. -ιεῖος ib.; vgl. zur Bildung κοτυλίειος (-ιεῖος), von κοτύλη, usw. (Mayser Pap. I 3, 95); Abstraktum ἀρταβιεία (-βεία, -βία) Abgabe von einer Artabe.
Etymology : Das Wort ist wahrscheinlich ägyptischen Ursprungs. Vgl. Hultsch P.-W. s. v.
Page 1,153