ἐπίπολος

From LSJ
Revision as of 18:59, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπολος Medium diacritics: ἐπίπολος Low diacritics: επίπολος Capitals: ΕΠΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: epípolos Transliteration B: epipolos Transliteration C: epipolos Beta Code: e)pi/polos

English (LSJ)

ὁ,    A = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.

Greek Monolingual

ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).

Middle Liddell

ἐπίπολος, ον πολέω = πρόσπολος,]
a companion, Soph.