ἐπικουφισμός
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
English (LSJ)
ὁ, A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.
Greek Monolingual
ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.