ἐσχάριον

From LSJ
Revision as of 09:44, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριον Medium diacritics: ἐσχάριον Low diacritics: εσχάριον Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΝ
Transliteration A: eschárion Transliteration B: escharion Transliteration C: escharion Beta Code: e)sxa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐσχάρα :    1 pan of coals, Ar.Fr.516 (pl.).    2 stand, platform, Plb.9.41.4 (pl.), D.S. 20.91.    3 cradle for launching ships, Callix.1.    4 eschar, Archig. ap. Orib.51.42.3.

German (Pape)

[Seite 1045] τό, dim. von ἐσχάρα, Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐσχάρα: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) μέρος ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ ἐσχάριον παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται νῆες εἰς τὴν θάλασσαν, ὅθενἀπερίεργος γλῶσσα παραφθείρουσα, τὸ καινὸν πλοῖον ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ ναῦς) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) ἐσχάρα, ἕλκος ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχάριον· κοῖλον θυμιατήριον».

Russian (Dvoretsky)

ἐσχάριον: (ᾰ) τό1) маленькая жаровня Arph.;
2) площадка осадной башни Polyb., Diod.