διομολογία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.
Greek (Liddell-Scott)
διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
acuerdo, convenio περὶ αὐτῶν Is.11.21, cf. 23, c. gen. τῆς ὑπουργίας Arist.EN 1164a34.
Greek Monolingual
διομολογία, η (Α) διομολογώ
διομολόγησις.
Greek Monotonic
διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
διομολογία: ἡ Isae., Arst. = διομολόγησις.